Η πρόσφατη πανδημία με ιό SARS-CoV-2 αιφνιδίασε με την ταχύτητα και τη σφοδρότητα που δοκίμασε σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο κάθε μορφή ανθρώπινης δραστηριότητας. Κομβικό ρόλο στη αντιμετώπιση και διαχείρηση στην πρωτόγνωρη αυτή υγειονομική κατάσταση είχαν τα συστήματα υγείας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι προκλήσεις για κάθε χώρα και για κάθε σύστημα υγείας υπήρξαν διαφορετικές. Χώρες όπως το Χογκ-Κογκ, τη Σιγκαπούρη και η Ιαπωνία, με παράδοση στην οργάνωση και την αποτελεσματικότητα σχεδίων εθνικώς διαστάσεων, πέτυχαν κατ’ αρχάς να προσαρμόσουν τις δομές υγείας ώστε να μετριάσουν τη διασπορά της COVID-19. Ειδικότερα, η επάρκεια των συστημάτων υγείας αυτών των χωρών κρίθηκε στην ταχύτητα και την επάρκεια ανάπτυξης δυνατότητας διάγνωσης των κρουσμάτων και ιχνηλάτησης των στενών επαφών τους. Επιπρόσθετα, στις χώρες αυτές έγιναν προσπάθειες για περιορισμό των υπηρεσιών υγείας ρουτίνας. Ο προγραμματισμός των ενεργειών βασίστηκε στη στενή συνεργασία πολιτικής ηγεσίας και συμβουλίων ειδικών. Επιμέρους προβλήματα που παρουσιάστηκαν ήταν η έλλειψη ικανού αριθμού λοιμωξιολόγων, η συνεργασία κρατικών και ιδιωτικών δομών και η διαχείριση της κρίσης σε κοινωνικό επίπεδο.
Τα μεγάλα μαθήματα που ελήφθησαν από τα πιο πάνω παραδείγματα μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα: α) Η ενοποίηση των υπηρεσιών σε ένα ενιαίο σύστημα υγείας αυξάνει τη δυνατότητα προσαρμογής στις αυξημένες απαιτήσεις, β) Η διασπορά ψευδών ειδήσεων αποτελεί μείζον πρόβλημα στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, γ) η εμπιστοσύνη των ασθενών, των υγειονομικών αλλά και εν γένει της κοινωνίας στην πολιτική ηγεσία είναι κεφαλαιώδους σημασίας, δ) Η συνεργασία σε επιστημονικό, πολιτικό, ερευνητικό επίπεδο είναι καθοριστικής σημασίας και αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος στην αντιμετώπιση της ακραίας αυτής κατάστασης σε όλες τις φάσεις της και ουσιαστικά αυτή που οδήγησε στην κατανόηση της βιολογικής συμπεριφοράς και εκδήλωσης της νόσου, αλλά και την ανακάλυψη εμβολίων και θεραπειών.
Μία βασική αναγκαιότητα που προέκυψε ως συνέπεια της πανδημίας είναι η χρήση της τηλεϊατρικής, καθώς η διαλογή ασθενών αλλά και η λήψη συμβουλευτικής από ειδικούς μέσω βιντεοκλήσεων κέρδισε σταδιακά έδαφος έναντι της κλασικής κλινικής εκτίμησης εκ του σύνεγγυς κυρίως σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Παρόλη τη χρησιμότητά της, η ευρεία εφαρμογή της τηλεϊατρικής συναντά ακόμη εμπόδια σε πολλές χώρες, κυρίως σχετιζόμενα με την πιστοποίηση του παρόχου και του λήπτη της υπηρεσίας, την ενσωμάτωση της υπηρεσίας στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και την ασφαλιστική κάλυψη του κόστους της.
Η ίδια η COVID-19 αποτελεί απειλή για τους επαγγελματίες υγείας. Οι υγειονομικοί εμφανίζουν πολλαπλάσιο κίνδυνο νόσησης καθώς καλούνται να κάνουν ακριβώς το αντίθετο από το γενικό πληθυσμό: Να εκτεθούν στη νόσο. Παρά τα αυστηρά πρωτόκολλα ασφαλείας, τα υγειονομικά ατυχήματα σε ένα περιβάλλον με ιδιαίτερα αυξημένο ιικό φορτίο δεν είναι σπάνια. Επιπρόσθετα, οι ίδιοι οι υγειονομικοί μπορούν να αποτελέσουν δυνητικούς υπερμεταδότες της νόσου, διασπείροντας τον ιό τόσο στο λοιπό υγειονομικό προσωπικό, σε ασθενείς με άλλες νόσους, αλλά και σε άτομα του στενού οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Ο κίνδυνος αυτός περιορίζεται μόνο μέσω στενής παρακολούθησης προκειμένου να αποφευχθεί πλήρης αποδιοργάνωση των δομών υγείας.
Σημαντική πρόκληση αποτελεί και η γρήγορη και εκτεταμένη εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού κάθε χώρας, εγχείρημα που εμπλέκει και δοκιμάζει άμεσα τα συστήματα υγείας, κυρίως όσον αφορά το πρωτοβάθμιο επίπεδο. Χώρες όπως το Ισραήλ ανέπτυξαν επιτυχείς εθνικές στρατηγικές και ήδη αποτιμούν τα πρώτα θετικά αποτελέσματα, γεγονός ευοίωνο για τη μελλοντική αντοχή και επάρκεια των συστημάτων υγείας τους. Η επιτυχία των στρατηγικών αυτών σχετίζεται άμεσα με την αμεσότητα και την αποτελεσματικότητα των πολιτικών αποφάσεων, τη δυνατότητα κεντρικής οργάνωσης, την ένταση της κοινωνικής διαφοροποίησης και διαστρωμάτωσης,το μέγεθος του πληθυσμού και άλλες παραμέτρους.
Από όσα αναφέρθηκαν, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η πανδημία αποτελεί μια αδήριτη πραγματικότητα, έναντι της οποίας τα συστήματα υγείας ανά τον κόσμο οφείλουν να προσαρμόσουν τις προτεραιότητες, τους πόρους αλλά και την ίδια την αυτo-οργάνωσή τους προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις πρωτόγνωρες απαιτήσεις της αντιμετώπισης της COVID-19.